- μετακηπεύω
- μετ. пересаживать (растение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετακηπεύω — (Α μετακηπεύω) μεταφυτεύω από κήπο σε κήπο 2. (το μέσ.) μετακηπεύομαι μεταφυτεύω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κηπεύω «καλλιεργώ κήπο» (< κῆπος)] … Dictionary of Greek